- θυέλλῃ
- θύελλαhurricanefem dat sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
θυέλληι — θυέλλῃ , θύελλα hurricane fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
боурѧ — БОУР|Ѧ (120), Ѣ ( Ѧ) с. Буря: слава бо земльна˫а роугаѥть сѩ любѩштиимъ ю. припахноувъши бо въ мало времѩ чл҃вкоу. ˫ако боурѩ вѣтрьнѩ˫а. Изб 1076, 33 об.; вънезапоу приде боурѩ люта и пагоубьна. (καταιγίς) ЖФСт XII, 101 об.; ˫ако опростиша… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
θύελλα — ἡ (ΑΜ θύελλα, Μ και θυέλλη) 1. σφοδρός άνεμος με βροχή, καταιγίδα, μπόρα (α. «κακὴ ἀνέμοιο θύελλα» β. «πυρὸς δ ὀλοοῑο θύελλαι» καταιγίδες με βροντές και κεραυνούς, Ομ. Ιλ.) 2. μτφ. ταραχή, σύγχυση, αναστάτωση νεοελλ. 1. μτφ. καταστροφή,… … Dictionary of Greek